υλοχρηστική

υλοχρηστική
η
κλάδος της δασολογίας, που μελετά τις τεχνικές ιδιότητες της ξυλείας, τη χρήση των δέντρων που υλοτομούνται και τη χρήση γενικά των δασικών προϊόντων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υλοχρηστική — η, Ν κλάδος τής δασολογίας που ασχολείται με την τεχνική τής απόληψης τών δασικών προϊόντων, καθώς και με τις ιδιότητες και τη χρήση τού καθενός από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + χρηστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”