- υλοχρηστική
- ηκλάδος της δασολογίας, που μελετά τις τεχνικές ιδιότητες της ξυλείας, τη χρήση των δέντρων που υλοτομούνται και τη χρήση γενικά των δασικών προϊόντων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.